Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

ΜΝΗΜΗ ΣΤΗΝ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ, 2001


Βέργος, Κ., 2001. ‘Μνήμη και Ταυτότητες στην Μέση Ανατολή.’ Αθήνα: Εξωτερικά Θέματα, Ιούλιος2001.
ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
α) Περί Μνήμης και Ταυτότητας
      Περπατώντας κανείς στην γη του Ισραήλ, που τυχαίνει να είναι και γη της Παλαιστίνης (ή το αντίστροφο), αισθάνεται την πρόκληση της μνήμης και της αφαίρεσης, την ίδια ώρα που δονείται από την ωμή πραγματικότητα της βόμβας που εκρήγνυται στο διπλανό τετράγωνο. Πόσο τρέχουσα πραγματικότητα και πόσο μνήμη είναι τα Ιεροσόλυμα, η Ιεριχώ, η Νεκρά Θάλασσα, ο βράχος Μασάντα, η έρημος Νεγκέβ,...
η χερσόνησος του Σινά, η ανατολική Μεσόγειος, η Ερυθρά Θάλασσα; Πόσο τρέχουσα πραγματικότητα και πόσο μνήμη είναι οι πρωτεύουσες και δευτερεύουσες πόλεις των περιβαλλουσών το τοπίο αραβικών χωρών; Σ’ αυτή τη γη οι πιστοί τριών θρησκειών συνομίλησαν με τον Θεό (εδώ περπάτησε ο ίδιος ο Θεός). Πώς να μετατρέψεις την μνήμη αυτών των θείων συνομιλιών σε Ιστορία; Εδώ, εξ άλλου, στο όριο της επαφής με το θείο και το κοσμικό, αρχίζει η Παγκόσμια Ιστορία. Εδώ εγγράφονται οι πρώτες ιστορικές μνήμες. Και εδώ είναι που τίθεται σήμερα το πιο προκλητικό ερώτημα: Πόσο η μνήμη μπορεί να καταχράται του ίδιου της του εαυτού και να επηρεάζει δεσμευτικά τα τεκταινόμενα ενός ρευστού, δυναμικού παρόντος και μιας εκρηκτικής σύγκρουσης δύο λαών;
      Δύο λαοί διεκδικούν την ίδια γη και ανατρέχουν στην ιστορική επιστήμη και την αρχαιολογία, για να αποδείξουν το ιστορικό τους δικαίωμα επί της γης αυτής (και το αντίστοιχο ιστορικό τους πεπρωμένο!). Αυτή η πολιτικά φορτισμένη ιστορική αναδρομή οδηγεί σταδιακά στην μετατροπή του συνόλου της ιστορίας σε μνήμη βιωμάτων (δευτερογενών) και σηματοδοτεί μια εμμονή στο παρελθόν που, στην υπερβολή της, μπορεί να καταβροχθίσει το παρόν, αλλά προφανώς και το μέλλον.
      Η Παλαιστίνη, το Ισραήλ και η ευρύτερη Μέση Ανατολή είναι ένας γεωγραφικός τόπος φορτωμένος με χιλιάδες μνήμες και αντίστοιχες σημασίες. Μπορεί δε να φορτωθεί με άλλες τόσες, που θα ανασυσταθούν από το ιστορικό παρελθόν ή θα κατασκευασθούν ex nihilo κατά την επιταγή του ενός ή του άλλου σχεδίου (εκ των πολλών που μπορούν να συλληφθούν). Πολιτισμοί διαφορετικοί αναπτύχθηκαν εδώ, και πάνω σ’ αυτούς οικοδομήθηκαν αξίες και λατρείες διαφορετικές. Η θρησκευτική μνήμη (η ισχυρότερη εξ όλων) ασκείται με καθημερινά πνευματικά γυμνάσματα και καθημερινές προσευχές για να μείνει ζωντανή. Η ιστορική μνήμη, όσο αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη εθνική αυτοσυνειδησία, ασκείται με την επίσημη καθημερινή σχολική εκπαίδευση (έτσι ώστε να μη μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε Ιστορία!). Η μνήμη, έτσι, γίνεται καθημερινό καθήκον μέσω συνεχών θρησκευτικών και εθνικών συμβολισμών.
      Σε ένα τέτοιο πνευματικό περιβάλλον είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί μια ομαλή μετεξέλιξη του Γεγονότος σε Μνήμη και, ακολούθως, της Μνήμης σε Ιστορία. Σύμφωνα με τον Jacques Hassoun[1], μετά το Γεγονός ακολουθούν ένας πρώτος χρόνος Σιωπής, ένας δεύτερος χρόνος Μνήμης και ένας τρίτος χρόνος (παγκόσμιας) Ιστορίας. Στον πρώτο χρόνο φαίνεται ότι ζούμε με τις αντηχήσεις του ίδιου του γεγονότος. Στον δεύτερο χρόνο φαίνεται ότι αφηγούμαστε το γεγονός με ξεχωριστές προσωπικές μαρτυρίες. Στον τρίτο χρόνο φαίνεται ότι, συγκροτώντας το αξιομνημόνευτο, θεμελιώνουμε μια ιστορία που θα γίνει Παγκόσμια Ιστορία. 
      Η Ταυτότητα (που, κατά τον Hassoun, είναι ένα σύνολο εικόνων, που επιτρέπουν σ’ ένα άτομο να εκθέτει, δίχως ανακολουθίες, την ιδιαιτερότητά του), κατά την γνώμη μου, είναι το αποτέλεσμα της δυναμικής σχέσης μεταξύ Γεγονότος, Μνήμης και Ιστορίας. Η σχέση αυτή δεν προσδιορίζεται από κάποια νομοτέλεια. Είναι μια εξελισσόμενη διαδικασία συνεχών επιλογών, αντιστάσεων, συγκρούσεων και αποφάσεων, προόδων και παλινδρομήσεων. Οι χρόνοι του Hassoun δεν είναι εύκολα διακριτοί μεταξύ τους. Ενίοτε παρατηρούμε (την παλινδρόμηση) η Ιστορία να γίνεται Μνήμη και η Μνήμη Γεγονός.
β) Εβραϊκή Μνήμη και Ταυτότητα
      Επισκέφθηκα το Μουσείο του Ολοκαυτώματος, στο Τελ-Αβίβ, πριν χρόνια, με παρέα ένα ζευγάρι Γερμανών φοιτητών, φοιτητής κι εγώ. Η τουριστική διάθεση μετατράπηκε αυτόματα σε περιέργεια  και, σχεδόν αμέσως, σε βαθύτατο συγκλονισμό. Παρά την εντύπωση πως το σύγχρονο Ισραήλ οργανώνεται γύρω από αυτό το μουσείο του μαρτυρίου, η πραγματική ιστορία των πρώτων χρόνων του λέει άλλα. Από το 1948 που ιδρύθηκε το Κράτος του Ισραήλ και για μία δεκαετία, οι αναφορές στο Ολοκαύτωμα ήταν σπάνιες. Οι λόγοι πολλοί: ο αγώνας επιβίωσης σε ένα εχθρικό περιβάλλον, η σιωπή που ακολουθεί ένα εξαιρετικά συγκλονιστικό γεγονός, αναμεμειγμένη με συναισθήματα ενοχής για την παθητικότητα που επεδείχθη από τα θύματα (για την οποία παθητικότητα έχει γράψει η εβραία φιλόσοφος Hana Arendt), και η στάση του σιωνιστικού κινήματος, που διακήρυσσε εξ’ αρχής την ανάγκη της μετανάστευσης στην Παλαιστίνη, μεμφόμενο όσους παρέμεναν στην Ευρώπη μη συμμεριζόμενοι το σιωνιστικό σχέδιο επιστροφής στην Σιών.
      Κατά τα τελευταία 15 χρόνια, νέοι ισραηλινοί ιστορικοί αμφισβήτησαν ριζικά την επίσημη ιστορία του κράτους τους και τάραξαν τις βεβαιότητες του σιωνισμού, εγκαινιάζοντας έτσι αυτό που ονομάσθηκε ‘διαμάχη των ιστορικών’ (machloket ha-historionim). O Ilan Greilsammer, πολιτικός επιστήμων και καθηγητής του Πανεπιστημίου Μπαρ-Ίλαν του Ισραήλ, στην ογκώδη και διεξοδική μελέτη του Η Νέα Ιστορία του Ισραήλ παρουσιάζει το χρονικό και την κοινωνιολογία αυτής της διαμάχης, αποδεχόμενος πως «υπήρξε εποχή, όχι πολύ μακρινή, που οποιοσδήποτε αμφισβητούσε τις παγιωμένες βεβαιότητες, που αφορούν την ιστορία του τόπου – κυρίως τις εικόνες των σκαπανέων, των κιμπούτς, του ατρόμητου και, πάνω απ’ όλα, άμεμπτου ισραηλινού στρατιώτη – εθεωρείτο ύποπτος αντισιωνισμού, αντισημιτισμού και προδοσίας.»
      Οι ‘νέοι ιστορικοί’ έθεσαν σε κίνηση μια κριτική διαδικασία, που ο  Greilsammer θεωρεί καθ’ εαυτήν λυτρωτική. Βιβλία, όπως, το Έβδομο Εκατομμύριο του Tom Shegev (για τον ρόλο του σιωνιστικού κινήματος κατά την διάρκεια του Ολοκαυτώματος) ή οι Απαρχές του Ισραήλ του Ze’ev Sternhel (για την μυθοποίηση των πατέρων του ισραηλινού σοσιαλισμού) διατύπωσαν ενοχλητικά ερωτήματα στην ισραηλινή κοινωνία. Σύμφωνα με τους ‘νέους ιστορικούς’, οι σιωνιστές καθοδηγητές επέλεξαν σύμβολα και μύθους δανεισμένους από την ιουδαϊκή θρησκεία ή από γεγονότα της ιουδαϊκής ιστορίας, εκλαϊκεύοντας και εθνικοποιώντας τα. Το παρελθόν μπήκε, έτσι, κατ’ αυτούς, στην υπηρεσία μιας νέας (κρατικής) θρησκείας. Ο όρος σιωνισμός παραπέμπει στην Σιών, το Όρος του Ναού, τον πυρήνα της αρχαίας Πόλης του Δαυίδ των εβραϊκών Γραφών. Ο όρος Έρετς-Ισραέλ χρησιμοποιείται από τους σιωνιστές ακόμη και για περιόδους, κατά τις οποίες άλλα έθνη κυβερνούσαν τα εδάφη αυτά. Και ο όρος alliya (ανάβαση) δηλώνει κάθε εβραϊκή μετανάστευση στο Έρετς Ίσραελ. (Πρόκειται περί όρων ιδρυτικών του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ).
      Η πρώτη δυναμική και ριζική αμφισβήτηση του απόλυτου δίκιου του Ισραήλ ήλθε αμέσως μετά την εισβολή στον Λίβανο στις 6 Ιουνίου του 1982. Το 1984, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο στο Ισραήλ, γραμμένο από δύο ισραηλινούς δημοσιογράφους, τους Ze’ev Schiff και Ehud Ya’ri, με τον τίτλο Israel’s Lebanon War, που έγινε και best-seller της χρονιάς. Αφορούσε την ηθική απαξίωση του  ισραηλινού στρατού στον πόλεμο του Λιβάνου. Ο πόλεμος που θα διαρκούσε μερικές ημέρες, που θα είχε ελάχιστες απώλειες και που θα στρεφόταν εναντίον της τρομοκρατίας της εκπορευόμενης από το νότιο Λίβανο, έφθασε τελικώς μέχρι την Βηρυτό, διήρκεσε τρία χρόνια, είχε τεράστιες απώλειες και άφησε πίσω του μια πανίσχυρη φονταμενταλιστική σιϊτική (φιλοϊρανική) παλαιστινιακή οργάνωση, τη Χεζμπολά, που ελέγχει έκτοτε τον νότιο Λίβανο. Τα ψεύδη που χρησιμοποίησε ο Αριέλ Σαρόν, τότε Υπουργός Άμυνας στην  κυβέρνηση Μεναχέμ Μπεγκίν, εξαπάτησαν Βουλή και πολίτες και απέσπασαν την αναγκαία συγκατάθεση στην εισβολή. Η αποκάλυψη των ισραηλινών ευθυνών στις σφαγές του 1982 των παλαιστινιακών καταυλισμών της Σάμπρα και της Σατίλα αμαύρωσαν την τιμή του μέχρι τότε δοξασμένου στην χώρα στρατού.
      Στην διάρκεια του πολέμου του Λιβάνου φούντωσε δυναμικά το κίνημα Ειρήνη Τώρα (Shalom Achchav) που είχε δημιουργηθεί μετά την ειρηνευτική πρωτοβουλία του αιγυπτίου Προέδρου Ανουάρ Σαντάτ να επισκεφθεί το Ισραήλ. Τον Μάρτιο του 1978 εκατοντάδες έφεδροι αξιωματικοί του ισραηλινού στρατού υπέγραψαν μια ανοικτή επιστολή προς τον πρωθυπουργό Μπεγκίν, προτρέποντάς τον να αδράξει την ευκαιρία μιας μόνιμης ειρήνης. Το κίνημα αυτό, ενεργό κατά τη διάρκεια του πολέμου του Λιβάνου, παρόν κατά τις ειρηνευτικές διαδικασίες του Όσλο, εκπροσωπεί ζωντανές πνευματικά δυνάμεις του Ισραήλ.
      Τσαμπαρίμ (αυτόχθονες Ισραηλινοί), Ασκεναζίμ (δυτικής προέλευσης Ισραηλινοί), γόνοι των πρωτεργατών των κιμπούτς, παλιοί πολεμιστές του πολέμου του Γιομ-Κιπούρ (1973), νέοι που αρχίζουν να αντιδρούν στην παρατεταμένη στράτευση, όλοι αυτοί τροφοδοτούν, εδώ και 23 χρόνια, το Ειρήνη Τώρα. Ανήκουν στα πιο ευημερούντα κοινωνικά στρώματα και ψηφίζουν το Εργατικό Κόμμα ή άλλα μικρά αριστερά κόμματα. Το ειρηνικό κίνημα του Ισραήλ (σε αντίθεση με ό,τι σημαίνει ένα ειρηνικό κίνημα στην Ευρώπη) δηλώνει έτοιμο να στρατευθεί όταν απειληθεί η ασφάλεια του κράτους του (όπως π.χ. κάνει ο σημαντικότερος σύγχρονος ισραηλινός συγγραφέας Amos Oz, παλαίμαχος των πολέμων του 1967 και του 1973). Ωστόσο, οι πρόσφατες αρνήσεις εφέδρων να υπηρετήσουν εκτός Ισραήλ ή κατά την διάρκεια της τωρινής Ιντιφάντα καθώς και άλλου είδους διαφοροποιήσεις, όπως η είσοδος των γονέων στους στρατώνες, είναι ένα νέο φαινόμενο, που εισάγει και νέα κοινωνικά δεδομένα στην ισραηλινή κοινωνία.
      Από την άλλη πλευρά, κατά ένα παράδοξο(;) τρόπο, το δεξιό και πιο αδιάλλακτο έναντι των Παλαιστινίων κόμμα Λικούντ αντλεί την εκλογική του βάση από τα φτωχά λαϊκά στρώματα των Σεφαραντίμ (εβραίων προερχομένων από Αφρική και Ασία) και των νέων εποίκων του Ισραήλ.
      Ο ρόλος των θρησκευτικών και περισσότερο αδιάλλακτων έναντι των Παλαιστινίων κομμάτων, παρά την μικρή τους εκλογική βάση (κυρίως στους μαυροφορεμένους ορθόδοξους εβραίους και ραβίνους), έπαιξαν και παίζουν, λόγω του αναλογικού εκλογικού συστήματος, κρίσιμο ρυθμιστικό ρόλο, αποσπώντας δεσμεύσεις των κυβερνήσεων, που ικανοποιούσαν και ικανοποιούν πάντα αυστηρές θρησκευτικές επιταγές (π.χ. Σάββατα)[2].
γ) Αραβική Μνήμη και Ταυτότητα
      Ήταν θέλημα Θεού να επιβιώσουν του βιβλικού κατακλυσμού τόσο οι σημίτες Άραβες όσο και οι σημίτες Εβραίοι ως απόγονοι, και οι μεν και οι δε, του Σημ, γιου του Νώε. Οι Άραβες, νομάδες της ερήμου (αράμπ = νομάς της ερήμου) είναι σήμερα το έθνος του αραβικού (κατά την πρωτότυπη γραφή) Κορανίου, το έθνος του προφήτη Μωάμεθ (τελευταίου άμεσου συνομιλητή του Θεού) και των κοσμικών και θρησκευτικών διαδόχων (δηλαδή χαλιφών) τού διαρκούς χαλιφάτου.
      Το χαλιφάτο υπήρξε, μετά τον 7ο αι., διαδοχικά ενωμένο,  διασπασμένο και ακολούθως υποτελές στην εξουσία του οθωμανού σουλτάνου, ο οποίος χρησιμοποίησε τον τίτλο του χαλίφη πολύ λιγότερο από τους άραβες προκατόχους του. Εν τούτοις, ο σουλτάνος επικαλέσθηκε τον τίτλο του χαλίφη κατά κόρον όταν, ευρισκόμενος ενώπιον της ισχυρής ευρωπαϊκής απειλής, κατά τον 19οαι., αναγκάσθηκε να υπενθυμίσει στους μουσουλμάνους υπηκόους του την θρησκευτική διάσταση της εξουσίας του. Το 1924, ο Κεμάλ Ατατούρκ κατήργησε τον τίτλο του χαλίφη. Σήμερα, και παρά τις κάποιες νύξεις για την ανασύσταση του αραβικού μουσουλμανικού χαλιφάτου, καμία σοβαρή αραβική πολιτική δύναμη δεν ταυτίζει την ύπαρξη και δράση της με το πάλαι ποτέ (και από πλευράς στρατιωτικής και από πλευράς πνευματικής) ένδοξο  χαλιφάτο.
      Κατά τον 19οαι., η Αίγυπτος (για να εξετάσουμε την πιο ενδεικτική περίπτωση σύγχρονης αραβικής εθνικής συνείδησης, που είναι η αιγυπτιακή) επεχείρησε για πρώτη φορά να ανακαλύψει τον εθνικό της εαυτό με ένα δανεικό τρόπο. Ο εκ Καβάλας αλβανός Μοχάμεντ Άλι, που το 1805 ορίσθηκε  αντιβασιλέας της Αιγύπτου με τον τίτλο του πασά, κατάφερε σταδιακά να απομακρυνθεί από την παρακμάζουσα οθωμανική κεντρική εξουσία του σουλτάνου και ίδρυσε μια βασιλική δυναστεία, που κυβέρνησε την Αίγυπτο μέχρι το πραξικόπημα των Ναγκίμπ και Νάσερ, το 1952.[3] Η δυναστεία αυτή λειτούργησε κάτω από την ιδιότυπη (άλλοτε μόνον ονομαστική, άλλοτε πραγματική) επικυριαρχία της οθωμανικής και της βρετανικής αυτοκρατορίας, διαδοχικώς. Ο αιγυπτιακός αραβικός εθνικισμός αναπτύχθηκε, σιγά-σιγά, ως αντίθεση και στους δύο πόλους της σχέσης επικυριαρχίας: και στον (Οθωμανό και ακολούθως Βρετανό) επικυρίαρχο και στην υποτελή δυναστεία και την τουρκικής καταγωγής τάξη ισχυρών γαιοκτημόνων, που κατείχε το μεγαλύτερο μέρος της αιγυπτιακής γης. (Αξιοσημείωτο, πάντως, για την κατανόηση των εξελίξεων είναι ότι σε μια ιδιότυπη αντι-οθωμανική συμμαχία, επί ένα κρίσιμο διάστημα, ιδίως κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε στενή βρετανο-αραβική συνεργασία.)
      Ένας αιγύπτιος ιστορικός, ο al-Jabarti, αυτόπτης μάρτυρας της εισβολής του Ναπολέοντα στη χώρα του, αναφέρει ένα ενδεικτικό διάλογο μεταξύ άγγλων αξιωματικών (που αναζητούσαν, το 1798, στην αιγυπτιακή ακτή τον Ναπολέοντα) και προκρίτων της Αλεξανδρείας. «Αυτή είναι χώρα του σουλτάνου. Παρακαλούμε φύγετε όλοι.» Αυτή ήταν η απάντηση των Αιγυπτίων, όταν οι Βρετανοί πρότειναν την προστασία τους έναντι των Γάλλων. Οι Αιγύπτιοι πρόκριτοι απάντησαν στο πνεύμα της επιβαλλόμενης μουσουλμανικής περιφρόνησης των απίστων. Οι Άραβες, το 1798, ήταν πάνω από όλα Μουσουλμάνοι (τουλάχιστον έναντι των Ευρωπαίων). Το ισλαμικό αίσθημα ήταν ισχυρότερο του παναραβικού και αυτό θα παρέμενε κυρίαρχο στοιχείο της ψυχοσύνθεσης των μουσουλμανικών λαών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής για πολύ καιρό. Ακόμη και ο εκ των εμπνευστών του αραβικού εθνικισμού al-Afghani, πέρσης σιίτης κατά καταγωγή και αφγανός σουνίτης κατά δική του επιλογή και δήλωση, τον αντι-δεσποτικό πανισλαμισμό διακήρυσσε πρωτίστως, κατά την δεκαετία του 1870. Ο πρώτος Άραβας, που δημόσια υποστήριξε την διάσπαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν ο χριστιανός  Negib Azoury, στο βιβλίο του Le Reveil de la Nation Arabe, που εκδόθηκε στο Παρίσι, το 1905.
      Ο όρος ‘αραβική αφύπνιση’, αν και χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγραφεί η πρώτη σύγχρονη αραβική εθνική συνείδηση, τον 19οαι., προωθήθηκε δυναμικά μέσω ενός (ομώνυμου) βιβλίου του 1939, γραμμένου σε αριστοτεχνική αγγλική γλώσσα, από ένα παλαιστίνιο άραβα Χριστιανό, ήρωα του εθνικού κινήματος της εποχής του, τον George Antonius. Ο Antonius κατέγραψε την Αραβική αναγέννηση, μετά την αποκαλούμενη (από τον ίδιο) λανθασμένη αρχή (false start) που πραγματοποιήθηκε με τον Μοχάμεντ Άλι και τον γιο του, Ιμπραήμ Πασά. 
δ) Παλαιστινιακή Μνήμη και Ταυτότητα
      Ως Παλαιστινιακό Ζήτημα, μετά το 1967, νοείται η διαμόρφωση διακριτού εθνικού παλαιστινιακού αιτήματος επί του εδάφους της Παλαιστίνης. Το διακριτό αυτό αίτημα τίθεται, αφ’ ενός μεν, έναντι ενός εχθρικού σιωνιστή αντιπάλου (που διεκδικεί την ίδια γη), αφ’ ετέρου δε, έναντι ενός μάλλον αδιάφορου περί την γη της Παλαιστίνης αραβικού περιβάλλοντος. Το Παλαιστινιακό Ζήτημα, αν και φαίνεται να είναι μέρος του Μεσανατολικού Ζητήματος, είναι ένα ζήτημα που αναφέρεται σε μια συγκυρία που υπερβαίνει τους όρους μιας αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης και αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας νεοδιαμορφούμενης εθνικής παλαιστινιακής συνείδησης.
      Η παλαιστινιακή κοινότητα, μετά το 1967 και τον πόλεμο των Έξι Ημερών (πόλεμο, που αποκάλυψε τις αδυναμίες των αραβικών κρατών), αυτοπροσδιορίζεται ως διακριτή εθνική οντότητα εν σχέσει προς ένα άλλοτε φιλικό, άλλοτε αδιάφορο, άλλοτε εχθρικό αραβικό κόσμο. Η υπόθεση του παναραβισμού αναβιώνει κατά περιόδους και με διαφορετικό, κατά περίσταση, περιεχόμενο. Εκτός, όμως, από την δυναμική νασερική εκδοχή ενός σοσιαλιστικού παναραβισμού (που προσέκρουσε βίαια στην ηθική απαξίωση του πολέμου και της ήττας του 1967), ο παναραβισμός, ως αίτημα και ως οργάνωση, δεν προσέλαβε, κατά τον 20οαι., συγκεκριμένη πολιτική μορφή και υπολογίσιμο πολιτικό μέγεθος. Η οργάνωση, έτσι, των Παλαιστινίων και των διεκδικήσεών τους γίνεται υπόθεση των ίδιων των Παλαιστινίων.
      Το 1917, η δήλωση Μπάλφουρ, που υπόσχεται βρετανική στήριξη σε μια εβραϊκή εθνική εστία στην Παλαιστίνη και δίνει το έναυσμα της μαζικής εβραϊκής μετανάστευσης, ονοματίζει την εν λόγω περιοχή έτσι ακριβώς: Παλαιστίνη. Η Παλαιστίνη, κατοικημένη κατά καιρούς από διαφόρους λαούς, δεν αποτέλεσε ποτέ ανεξάρτητη πολιτικο-διοικητική οντότητα. Υπό την οθωμανική διοίκηση (1517-1917) ανήκε σε διαφορετικά σαντζάκια (διοικητικές ενότητες) και κατοικείτο από Άραβες και άλλους συγγενείς ή εξαραβισμένους λαούς (κατά ποσοστό 90 - 95%) και Εβραίους (κατά ποσοστό 5 –10%). Περί το 1880, όταν αρχίζει η συστηματική σύγχρονη μετανάστευση των Εβραίων στην Παλαιστίνη, υπήρχαν εκεί περίπου 500.000 – 700.000 κάτοικοι, Άραβες, Εβραίοι, Δρούζοι, Μαρωνίτες και άλλες μικρότερες κοινότητες υπό τα προαναφερθέντα ποσοστά σύνθεσης του πληθυσμού.     
      Ο παλαιστίνιος καθηγητής του Columbia Eduard Said στο κλασικό του έργο Οριενταλισμός επιχειρεί μια συστηματική αποδομητική προσέγγιση στην κυρίαρχη ευρωπαϊκή σύλληψη της Ανατολής (Όριεντ), των εικόνων, δηλαδή, που κατασκεύασε η αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική Ευρώπη του 19ουαι. για την Ανατολή. Σ’ αυτές τις εικόνες δεν υπάρχουν εντόπιοι λαοί, που ζουν, κοπιάζουν, αγωνιούν, αγωνίζονται και δημιουργούν. Στο πνευματικό πλαίσιο των εικόνων αυτών αποδίδεται, από τον Said, και η ευρωπαϊκή πολιτική στήριξης της δημιουργίας ενός κράτους «σε μια γη χωρίς λαό από ένα λαό χωρίς γη» (σύμφωνα με το αρχικό σιωνιστικό σύνθημα). Ο οριενταλισμός αποτέλεσε, έτσι, την πηγή των ιδεολογημάτων, πάνω στα οποία βασίσθηκε η ευρωπαϊκή και κατ’ επέκταση η εβραϊκή αποικιοκρατία σε μια γη στην οποία οι κάτοικοι θα παραμερίζονταν με ένα πολύ ριζικό διανοητικό τρόπο.
ε) Το Μέλλον
       Όποιος έχει επισκεφθεί την (εντός των τειχών) αραβική αγορά των Ιεροσολύμων, ή και τις φτωχογειτονιές της Δυτικής Όχθης ή της Γάζας, έχει διαπιστώσει το μίσος των μικρών Παλαιστινίων εναντίον του Ισραήλ, μίσος που εκδηλώνεται στον καθημερινό πετροπόλεμο της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα. Είναι παιδιά που πολλές φορές βρήκαν τα σχολεία τους κλειστά από τις συχνές απαγορεύσεις του ισραηλινού στρατού. Κι όταν τα βρίσκουν ανοικτά, έχουν μπροστά τους σχολικά βιβλία του 1947 ή του 1967, που λένε ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από την καταστροφή του Ισραήλ». Ο κύκλος είναι φαύλος.
      Η παιδαγωγός Άννα Φραγκουδάκη σε πρόσφατο άρθρο της μας έδωσε το παράδειγμα ενός δικοινοτικού – δίγλωσσου σχολείου, ονομαζόμενου Όαση της Ειρήνης, κάπου μεταξύ Ιεροσολύμων και Τελ-Αβίβ. Το σχολείο, που λειτουργεί ως συνεταιρισμός (όχι ως κιμπούτς) Ισραηλινών και Παλαιστινίων, διδάσκει όλα τα μαθήματα και στις δύο γλώσσες. Και τα παιδιά παρακολουθούν όλα τα μαθήματα και στις δύο γλώσσες. Εξαίρεση μόνον είναι τα μαθηματικά, λόγω του αντίθετου τρόπου γραψίματος των αριθμών από τους Άραβες (ή από τους Ισραηλινούς!). Το πρόβλημα που προέκυψε στο μάθημα της Ιστορίας λύθηκε με την συναπόφαση διδασκαλίας και των δύο εκδοχών της Ιστορίας (της ισραηλινής και της αραβικής εκδοχής).
      Σ’ αυτό λοιπόν το σχολείο, σε μια τάξη μικρών ηλικιών, μια μέρα (που την προηγούμενη η τηλεόραση είχε δείξει την έκρηξη βόμβας, τραυματίες, συγκρούσεις και αγριότητες) ο δάσκαλος έδωσε στα παιδιά χάρτινα κουκλάκια και ζήτησε να κάνουν πόλεμο με τα κουκλάκια. Άλλα παιδιά τσαλάκωσαν το κουκλάκι τους, άλλα το τσαλαπάτησαν, άλλα το έσκισαν, άλλα το έκαψαν. «Με το ίδιο κουκλάκι προσπαθήστε να κάνετε ειρήνη!», τους είπε τότε... Όσο πιο βίαια είχαν μεταχειρισθεί προηγουμένως το κουκλάκι, τόσο πιο δύσκολη ήταν η ειρήνη.
Βιβλιογραφία:
Ηρακλείδης, Α., 1991, Η Αραβοϊσραηλινή Αντιπαράθεση. Η προβληματική της Ειρηνικής Επίλυσης. Αθήνα: Παπαζήσης.      
Antonius, G., 1939, The Arab Awakening. Philadelphia: Lippincott.
Collins, L. and Lapierre, D., 1988, O Jerusalem. New York: Touchstone.
Greilsammer, I., 2000, Η Νέα Ιστορία του Ισραήλ. Αθήνα: Καστανιώτης.
Hassoun, J., 1996, Το Κοντραμπάντο της Μνήμης. Αθήνα: Εξάντας.
Hassoun, J., Θανασέκος, Γ. κ.α., 1998, Εβραϊκή Ιστορία και Μνήμη. Αθήνα: Πόλις
Mansfield, P., 1985, The Arabs. New York: Penguin.
Oz, A., 1997, Το Ισραήλ, η Παλαιστίνη και η Ειρήνη. Αθήνα: Καστανιώτης.
Sahin, A., 1988, Η Ισραηλινή Αποικιοκρατία και η Ιντιφάντα, Αθήνα: PLO.

[1] Ο Jacques Hassoun, γαλλο-αιγύπτιος εβραίος ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, διεθνιστής κομμουνιστής, ασχολείται με ζητήματα  συλλογικής μνήμης  και ιδιαίτερα της εβραϊκής, πριν και μετά το Ολοκαύτωμα.
[2] Για την ιστορία, να πούμε ότι κάποιοι υπερορθόδοξοι εβραίοι συνεχίζουν να  θεωρούν το σιωνιστικό σχέδιο επιστροφής στην Σιών ως αμάρτημα, εφ’ όσον αυτής δεν ηγείται ο αναμενόμενος Μεσσίας. Και δεν επισκέφθηκαν ποτέ τη γη του Ισραήλ.
[3] Η οριστική έκπτωση του θρόνου έγινε το 1953.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.